στίγμα

στίγμα
4742 στίγμα
{сущ., 1}
1. отметка, знак, клеймо. В древних восточных странах рабы и воины носили имя или знак своего господина, или предводителя, выжженные или наколотые на части тела;
2. язва, рана.
Ссылки: Гал. 6:17.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στίγμα" в других словарях:

  • στιγμά — στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc/acc dual στιγμά̱ , στιγμή spot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμα — tattoo mark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • στίγμα — το 1. σημάδι που απομένει στο δέρμα από καυτηρίαση ή κέντηση. 2. κηλίδα, λεκές: Πάνω στην επιφάνειά του έχει μερικά μελανά στίγματα. 3. ηθική κηλίδα, όνειδος: Αποτελεί στίγμα για την οικογένειά του. 4. σημείο γραφής. 5. γεωγραφικό μήκος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • στιγμάν — στιγμά̱ν , στιγμή spot fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμάς — στιγμά̱ς , στιγμή spot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμάτων — στίγμα tattoo mark neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμασι — στίγμα tattoo mark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγμασιν — στίγμα tattoo mark neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίγματα — στίγμα tattoo mark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»